κορωνίδα

κορωνίδα
η
1. το ακρότατο σημείο οικοδομήματος, κορυφή.
2. ανώτατο σημείο, μεσουράνημα.
3. άριστος, αφρόκρεμα: Ο Δημοσθένης ήταν η κορωνίδα των ρητόρων.
4. στη γραμματική, σημείο της κράσης που είναι όμοιο με την ψιλή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… …   Dictionary of Greek

  • Κορωνίδα — Κορωνίς crook beaked fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορωνίδα — κορωνίς crook beaked fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκός — Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • Ασκληπιός — I Θεραπευτής θεός, από τους σχετικά νεότερους της ελληνικής μυθολογίας. Παρά την έκταση που πήρε η λατρεία του στους χρόνους της κλασικής αρχαιότητας και αργότερα, o μύθος της θεϊκής υπόστασης του Α. αρχίζει να εμφανίζεται στους ομηρικούς… …   Dictionary of Greek

  • VIOLA — inter flores tertium, post rosam nempe liliumque, iuxta Plinium, l. 21. c. 26. in vernis floribus coronariis primum locum, teste Paschaliô, obtinet, utpote veris praenuntia, quam ob causam Graeci ἴον dixêre, παρὰ τὸ ἀνιέναι ταχὺ, quod statim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βούτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αθηναίος ήρωας, αδελφός του Ερεχθέα, μέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας. Νυμφεύτηκε την ανιψιά του Χθονία, κόρη του Ερεχθέα, και έγινε γενάρχης των Βουταδών. 2. Αργοναύτης. Όταν η Αργώ περνούσε μπροστά στις Σειρήνες …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”